- πνευστικός
- -ή, -όν, Α [πνευστός]1. ο σχετικός με την αναπνοή, ο αναπνευστικός («ὁ πνεύμων ἐστὶ πνευστικὸν ὄργανον», Γαλ.)2. αυτός που παράγει αέρια, που επιφέρει φούσκωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πνευστικῶν — πνευστικός of fem gen pl πνευστικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευστικόν — πνευστικός of masc acc sg πνευστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευστικῶς — πνευστικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απνευστικός — ή, ό (για έντομα) τύπος αναπνευστικού συστήματος όπου η αναπνοή γίνεται χωρίς την παρεμβολή ειδικών αναπνευστικών οργάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < α στερ. + αρχ. πνευστικός «αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην αναπνοή» πρβλ. (αγγλ.) apneustic] … Dictionary of Greek
ολοπνευστικός — ή, ό εντομολ. χαρακτηρισμός πρωτόγονου αναπνευστικού συστήματος ορισμένων εντόμων, τού οποίου όλα τα στίγματα είναι λειτουργικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. holopneustic < ολ(ο) * + πνευστικός (< πνέω)] … Dictionary of Greek